- ὀξυτόνως
- ὀξύτονοςsharp-soundingadverbialὀξύτονοςsharp-soundingmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξύτονος — η, ο (ΑΜ ὀξύτονος, ον) 1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.) 2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία αρχ. 1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο 2. το ουδ. ως ουσ. τό ὀξύτονον (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.… … Dictionary of Greek
CHELIODONIAE — insulae parvae contra Tauri promontorium pestiferae navigantibus, duae sunt, quarum una Corydela, altera Menalippea dicitur. Steph. Dionys. trium meminit, v. 506. Τὴν δὲ μετ᾿ ἀντολίην δὲ Χελιδονίαι γεγαάσι Τρεῖς νῆσοι, μεγάλης Παταρηΐδος ἔνδοθεν… … Hofmann J. Lexicon universale